- συμφλεγμαίνοντος
- σύν-φλεγμαίνωcauseto swell uppres part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμφλεγμαίνω — ΜΑ έχω συγχρόνως φλεγμονή («ἡ φρενῑτις φλεγμονή ἐστι τῶν μηνίγγων, ποτὲ μὲν καὶ αὐτοῡ τοῡ ἐγκεφάλου συμφλεγμαίνοντος», Θεοφάν. Nόνν). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φλεγμαίνω «έχω φλεγμονή» (< φλέγμα)] … Dictionary of Greek